ογκώνομαι

ογκώνομαι
ογκώνομαι, ογκώθηκα, ογκωμένος βλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
ογκώνομαι : κυρίως ως σύνθετο (διογκώνομαι, εξογκώνομαι).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”